-
1 спутник
[σπούτνικ] ουσ. α. συνοδός, σύντροφος -
2 спутник
[σπούτνικ] ουσ α συνοδός, σύντροφος -
3 спутник
спутник м 1) о συνταξιδιώτης, о συνοδοιπόρος 2) астр. о δορυφόρος; искусственный \спутник Земли о τεχνητός δορυφόρος της Γης, ο σπούτνικ* * *м1) ο συνταξιδιώτης, ο συνοδοιπόρος2) астр. ο δορυφόροςиску́сственный спу́тник Земли́ — ο τεχνητός δορυφόρος της Γης, ο σπούτνικ
-
4 спутиик
спу́тии||км1. ὁ συνοδοιπόρος, ὁ συ-νοδίτης, ὁ συνταξιδιώτης·2. астр. ὁ δορυφόρος:искусственный \спутиик Земли́ ὁ τεχνητός δορυφόρος τής γής, ὁ σπούτνικ. -
5 выведение
-я ουδ.1. εξαγωγή, βγάλσιμο, εξάλειψη•выведение пятен το βγάλσιμο των λεκέδων.
2. διαγραφή.3. μετοίκηση.4. αλλαγή. || συμπέρασμα.5. παραγωγή• εκκόλαψη. || δημιουργία ράτσας ζώων.6. ανέγερση, οικοδόμηση, χτίσιμο.7. εξάλειψη, καταστροφή, εξολόθρευση.8. εξαγωγή (πορίσματος, τετραγ. ρίζας κ.τ.τ.). || εξαγωγή, βγάλσιμο, μετάπτωση•выведение спутника на орбиту το βγάλσιμο του σπούτνικ στην τροχιά.
-
6 спутник
-а α. -ца, -ы θ.1. συνοδοιπόρος, συνοδίτης, συνταξιδιώτης, -ισσα. || σύμ-βιος, σύνευνος, σύντροφος στη ζωή.2. (αστρν.) δορυφόρος•луна спутник - земли το φεγγάρι είναι δορυφόρος της γης.
3. μτφ. συνακόλουθος.εκφρ.искусственный спутник – τεχνητός δορυφόρος, σπούτνικ.
См. также в других словарях:
σπούτνικ — Βλ. λ. δορυφόρος, (δ. τεχνητοί). * * * ο, Ν ρωσική ονομασία σειράς τών πρώτων τεχνητών δορυφόρων τής Γης που εκτοξεύθηκαν από την πρώην ΕΣΣΔ εγκαινιάζοντας τη διαστημική εποχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. sputnik] … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… … Dictionary of Greek
επιστημονική φαντασία — Αφηγηματικό είδος (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ύλη ειδικών περιοδικών, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια) που αντανακλά τις φανταστικές ή αληθοφανείς θεωρίες οι οποίες στηρίζονται σε έναν ορισμένο τύπο επιστημονικών προφητειών και έχουν ως… … Dictionary of Greek
Καπίτσα, Πιοτρ Λεονίντοβιτς — (Piotr Leonidovich Kapitsa, 1894 – 1984). Ρώσος φυσικός. Σπούδασε στο τμήμα φυσικής του πολυτεχνείου της Πετρούπολης και στη συνέχεια εργάστηκε στο ίδιο πολυτεχνείο ως βοηθός. Σύντομα όμως βρέθηκε στην Αγγλία, όπου εργάστηκε στο πανεπιστήμιο του… … Dictionary of Greek
Λάικα — Το όνομα του πρώτου ζωντανού όντος (πιο συγκεκριμένα, θηλυκού σκύλου) που εκτοξεύτηκε στο Διάστημα με το διαστημόπλοιο Σπούτνικ 2, στις 3 Νοεμβρίου 1957. Η συμπεριφορά του σκύλου στη φάση της εκτόξευσης και της επιτάχυνσης, καθώς επίσης και στη… … Dictionary of Greek
Λόβελ, Μπέρναρντ — (Sir Bernard Lovell, Όλντλαντ Κόμον 1913 –). Άγγλος φυσικός και αστρονόμος. Έλαβε τον διδακτορικό τίτλο του από το πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, το 1936. Κατόπιν ανέλαβε θέση επίκουρου καθηγητή για έναν χρόνο στο πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, στο… … Dictionary of Greek
Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… … Dictionary of Greek